Στις αρχές του εικοστού αιώνα ο Σ. Φρόιντ, επιχείρησε μια σύνδεση της νεότευκτης επιστήμης της ψυχανάλυσης με την αρχαιολογία.
Συγκεκριμένα παρομοίασε την ανθρώπινη ψυχή με χώρο υπό ανασκαφή, όπου οι πρωταρχικές μνήμες παραμένουν κρυμμένες στα παλαιότερα (και άρα βαθύτερα) στρώματα, ενώ οι πιο πρόσφατες βρίσκονται εγγύτερα στην επιφάνεια.
Ο ψυχαναλυτής, ως άλλος αρχαιολόγος, οφείλει να ανασκάψει το παρελθόν για να ανασύρει στο πεδίο του συνειδητού τις λανθάνουσες μνήμες.
Η φροϋδική παρομοίωση φαντάζει ξεπερασμένη σήμερα. Οι αρχαιολόγοι δεν θεωρούν πλέον ότι μπορούν να αποκαλύψουν «αλήθειες» για το τι συνέβη στην αρχαιότητα, γι’ αυτό και ασχολούνται εξίσου με το πώς το παρόν επηρεάζει τους τρόπους πρόσληψης του παρελθόντος. Αντίστοιχα, οι ψυχαναλυτές έχουν απομακρυνθεί από την προσπάθεια να «ανασυστήσουν» τα γεγονότα που
γέννησαν τις λανθάνουσες μνήμες του παρελθόντος και εστιάζουν περισσότερο στον τρόπο με τον οποίον οι μνήμες αυτές «αναδύονται» στο παρόν.
Πρέπει λοιπόν να απορρίψουμε την φροϋδική παρομοίωση; Ίσως όχι. Τόσο η αρχαιολογία όσο και η ψυχανάλυση αποτελούν γεννήματα της νεωτερικότητας, και περιγράφουν την ανάγκη των σύγχρονων ανθρώπων να διαχειριστούν το παρελθόν τους και να το συνδέσουν με την ατομική ή κοινωνική τους ταυτότητα. Επίσης, η αρχαιολογική πρόσληψη και η ψυχαναλυτική ανάδυση παρουσιάζουν στενές εννοιολογικές σχέσεις, που – παρά τις όποιες διαφορές (π.χ. η πρώτη αφορά συλλογικές πεποιθήσεις ενώ η δεύτερη προσωπικές εμπειρίες) – αξίζει να μελετηθούν διεξοδικά. Τέλος, τα δύο πεδία μοιράζονται κοινές θεματικές, που αφορούν τη σχέση τους χθες με το σήμερα.
Αυτός ο κύκλος σεμιναρίων επιχειρεί να αναδείξει τις κοινές συνιστώσες των δυο πεδίων και να διερευνήσει πώς το ένα μπορεί να επηρεάσει το άλλο σε μεθοδολογικό και εννοιολογικό επίπεδο.
Οργανώνεται γύρω από 6 ενότητες, σε κάθε μια από τις οποίες θα συνδιαλέγονται ένας αρχαιολόγος ή κοινωνικός ανθρωπολόγος και ένας ψυχαναλυτής πάνω σε συγκεκριμένα θέματα. Θα ακολουθούν ερωτήματα από τον συντονιστή, και στο τέλος θα υπάρχει συζήτηση με συμμετοχή του κοινού.