4 Μαΐου 2015
Auditorium (5ος όροφος) | |
---|---|
19:00 - 21:00 |
Κυπριακό και αιγαιακό εμπόριο
Κατά τη 2η χιλιετία π.Χ., αγγεία από το Αιγαίο και την Κύπρο διακινούνταν σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, συχνά με τους ίδιους προορισμούς. Ωστόσο, έως σήμερα δεν έχει επιχειρηθεί μια συγκριτική εξέταση των ποσοτήτων και τα ειδών των σκευών που εξάγονταν σε κάθε περίοδο, ούτε έχουν αναλυθεί οι χρονολογικές και αρχαιολογικές τους συνάφειες. Σε αυτήν την διάλεξη παρουσιάζονται τα αποτελέσματα μιας τέτοιας μελέτης και αντιπαραβάλλονται με τα στοιχεία που αποκομίζουμε για τις εμπορικές ανταλλαγές της εποχής από άλλου τύπου αρχαιολογικά δεδομένα. Καθίσταται σαφές ότι ενώ κυπριακά αγγεία εξάγονταν σε μεγάλες ποσότητες προς την Αίγυπτο και τις ακτές της Συρίας και Παλαιστίνης ήδη από τα τέλη της ΜΕΧ, το αιγαιακό εμπόριο κεραμικών απέκτησε αξιόλογη παρουσία στην ανατολή μόνον κατά την περίοδο των μυκηναϊκών ανακτόρων (ΥΕ ΙΙΙΑ2-Β). Επίσης, ενώ η Κύπρος εξήγε κυρίως μικρά δοχεία για υγρά προϊόντα, οι λιγοστές αιγαιακές εξαγωγές έως τα μέσα του 14ου αι. π.Χ. περιλάμβαναν ως επί το πλείστον αγγεία πόσης. Όσον αφορά στους δρόμους διακίνησης, παρατηρείται ότι ενώ σε πολλές θέσεις της Συρίας και Παλαιστίνης αιγαιακά και κυπριακά αγγεία συνυπήρχαν κατά τον 14ο και 13ο αι. π.Χ., στην Αίγυπτο τα αιγαιακά προϊόντα άρχισαν να πυκνώνουν μόνον όταν σταμάτησαν οι εισαγωγές κυπριακών αγγείων στα τέλη του 14ου αι. π.Χ. Τέλος, ερωτήματα γεννά η αναντιστοιχία μεταξύ των πολυάριθμων αιγαιακών εισαγωγών στην Κύπρο και των λιγοστών κυπριακών αγγείων που έχουν βρεθεί στο Αιγαίο. Οι παρατηρήσεις αυτές υποδηλώνουν ασυμμετρίες ως προς το βαθμό συμμετοχής των δύο περιοχών στα θαλάσσια δίκτυα διακίνησης κεραμικών. Οι ασυμμετρίες οφείλονται εν μέρει στο γεωγραφικό παράγοντα, φαίνεται όμως ότι αντανακλούν και διαφορές στην οργάνωση των μινωικών, μυκηναϊκών και κυπριακών οικονομιών. Για να γίνουν κατανοητές οι διαφορές αυτές, εξετάζονται τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μελέτη της διακίνησης των μετάλλων και άλλων πολύτιμων υλικών, των ναυαγίων της ΥΕΧ, καθώς και κειμένων σχετικών με το εμπόριο από θέσεις της ανατολής (π.χ. Μάρι, Αμάρνα Ουγκαρίτ). Η εξέταση αυτή οδηγεί σε δύο συμπεράσματα: α) ότι υπήρχαν διακριτά δίκτυα διακίνησης πρώτων υλών και αντικειμένων πολυτελείας από τη μία, και χαμηλότερου κόστους προϊόντων, όπως τα κεραμικά αγγεία (και τα περιεχόμενά τους), από την άλλη, και β) ότι ενώ η Κύπρος συμμετείχε σε όλα τα δίκτυα της ανατολικής Μεσογείου από πολύ νωρίς, οι αιγαιακές κοινωνίες απέκτησαν πλήρη πρόσβαση σε αυτά μόνον κατά την περίοδο των μυκηναϊκών ανακτόρων, ενώ νωρίτερα (δηλαδή κατά την μινωική περίοδο) οι επαφές με την ανατολή αφορούσαν κυρίως – αν όχι αποκλειστικά – σε υψηλού (ενδεχομένως ανακτορικού) επιπέδου ανταλλαγές. |