Τον εικοστό πρώτο αιώνα, η επιγενετική – ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο μεταγράφεται και απομνημονεύεται το γονιδίωμά μας – δημιουργεί κατά βάθος την ελπίδα ότι για τον καθορισμό μας χρειάζεται κάτι «περισσότερο» πέραν της αλληλουχίας των γονιδίων μας. Σε αυτή την ιδέα οφείλεται αναμφίβολα η μεγάλη έκρηξη ενδιαφέροντος που προκαλεί το συγκεκριμένο πεδίο μελέτης στα μέσα ενημέρωσης και στο ευρύ κοινό. Μπορούμε άραγε να ξεφύγουμε από το πεπρωμένο στο οποίο μας οδηγεί η γενετική μας σύσταση; Αυτά που τρώμε, ο αέρας που αναπνέουμε, ακόμη και τα συναισθήματα που βιώνουμε, μπορούν άραγε να επηρεάσουν όχι μόνο την έκφραση των δικών μας γονιδίων, αλλά και αυτή των παιδιών και των εγγονιών μας; Είναι βέβαιο ότι το περιβάλλον μας τροποποιεί την έκφραση των γονιδίων μας και μπορεί μερικές φορές να προκαλέσει σταθερές αλλαγές στα χαρακτηριστικά μας – και σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα να προκαλέσει και την εμφάνιση ασθενειών. Σε ποιο βαθμό όμως αυτές οι αλλαγές μπορούν να κληροδοτηθούν στις επόμενες γενεές; Στο ερώτημα αυτό σίγουρα δεν έχει δοθεί απάντηση. Παρ’ όλα αυτά, η έρευνα σχετικά με τις διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στα γονίδια κατά την εμβρυική ανάπτυξη και στον τρόπο που αυτά απορρυθμίζονται στα φαινόμενα της καρκινογένεσης συνεχίζεται με ταχείς ρυθμούς, με στόχο πάντα την ελπίδα να οδηγηθούμε σε νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις.