Η συστηματική συλλογή αρχαιοβοτανικών δεδομένων από πλήθος προϊστορικών θέσεων της βόρειας Ελλάδας έχει αποδώσει εξαιρετικά πλούσια κατάλοιπα φυτών που χρησιμοποίησαν οι κάτοικοι της περιοχές για την κάλυψη ποικίλων αναγκών τους. Καλλιεργημένα δημητριακά και όσπρια συνθέτουν τη βάση της διατροφής και μαζί με το λινάρι παραπέμπουν στα καλλιεργημένα χωράφια των κατοίκων της περιοχής, σε όλη τη διάρκεια της Νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού. Νέα είδη κάνουν την εμφάνισή τους μετά το τέλος της 4ης χιλιετίας, διευρύνοντας τα διαθέσιμα είδη των φυτών για την κάλυψη των διατροφικών και άλλων αναγκών των ανθρώπων. Μαζί με τα καλλιεργημένα είδη εντοπίζονται και καρποί φυτών της αυτοφυούς βλάστησης, όπως τα βελανίδια και τα σταφύλια.
Η παρουσίαση επικεντρώνεται στα κατάλοιπα της αμπέλου που έχει αποκαλύψει η αρχαιοβοτανική έρευνα που διεξάγεται στο ΑΠΘ τα τελευταία 22 και πλέον χρόνια, στο Εργαστήριο Διεπιστημονικής Αρχαιολογικής Έρευνας του Τομέα Αρχαιολογίας και στο Εργαστήριο της ομάδας PlantCult στο Κέντρο Διεπιστημονικής Έρευνας και Τεχνολογίας (ΚΕΔΕΚ) του ΑΠΘ. Τα κατάλοιπα αυτά μαρτυρούν την οινοποίηση ήδη από την 5η χιλιετία π.Χ. και αποτελούν την παλαιότερη ένδειξη οινοποίησης στην Ευρώπη. Τόσο τα αρχαιοβοτανικά ευρήματα όσο και οι χημικές αναλύσεις και ο κεραμικός εξοπλισμός συμβάλουν στην τεκμηρίωση της οινοποίησης αλλά και της κατανάλωσης του οίνου στην περιοχή και αποκαλύπτουν την μακραίωνη σύνδεση της βόρειας Ελλάδας με τη χρήση των καρπών της αμπέλου για την παραγωγή ενός αλκοολούχου σκευάσματος. Το κρασί φαίνεται να κυριαρχεί στην περιοχή ήδη από τη Νεολιθική, ωστόσο δεν είναι το μόνο αλκοολούχο σκεύασμα που ήταν διαθέσιμο. Ενδείξεις μπύρας, υπάρχουν αν και σπάνιες, θέτοντας το προκλητικό ζήτημα των πολιτισμικών διεργασιών που οδήγησαν στην παρουσία δύο διαφορετικών αλκοολούχων σκευασμάτων στην περιοχή κατά την προϊστορική περίοδο.