Η «ελπίδα» συνιστά αναπόσπαστο στοιχείο τής ανθρώπινης εμπειρίας: «οι ελπίδες είναι για τους ζωντανούς, οι πεθαμένοι είναι χωρίς ελπίδες» (Θεόκριτος, Ειδύλλια 4.42). Και ναι μεν η Ιερουσαλήμ εισάγει μια καινοτόμο έννοια αιώνιας ελπίδας, αλλά η ελπίδα (ως πάθος, ως σχέση με το αύριο, ως άρνηση τής απελπισίας, ως αίτημα ατομικό, πολιτικό ή οικουμενικό) είναι οικεία σε όλους, ανεξαρτήτως θρησκείας ή πολιτισμικών συντεταγμένων. Είναι τόσο οικεία –και ταυτόχρονα το δικαίωμα στην ελπίδα τόσο ανθρώπινο– που το φιλοσοφικό ερώτημα «τι είναι η ελπίδα;» φαντάζει περιττό. Αλλά δεν είναι περιττό στο μέτρο που η ίδια η εμπειρία μας καθιστά την απάντησή του αινιγματική: Είναι η ελπίδα συναίσθημα/πάθος (για παράδειγμα, το αντίθετο τού φόβου ή τής απελπισίας) ή ένα είδος γνώσης; Πόσο είναι προσγειωμένη στην πραγματικότητα ή πόσο απελευθερωμένη από τα πραγματικά δεδομένα; Πώς ισορροπεί ανάμεσα στην ορθολογική πρόβλεψη και τη φαντασίωση; Αποτελεί η ελπίδα ένα αγαθό για την ανθρώπινη ζωή και τους στόχους της ή μια παγίδα αδράνειας και ματαιώσεων; Η ριζική ελπίδα είναι ενικού ή πληθυντικού αριθμού; Πραγματώνεται μέσα στον κόσμο και Στην ιστορία ή ανάγεται σε κάτι πέρα από εμάς; μπορούμε να μάθουμε να ελπίζουμε σωστά;
Η ελπίδα είναι ένα αντικείμενο που διεκδικούν η φιλοσοφία, η θεολογία, η ψυχολογία και οι πολιτικές επιστήμες. Κατεξοχήν επιστήμη τής ελπίδας θα αποδειχθεί εκείνη που γνωρίζει τι σημαίνει να είμαστε πράγματι ζωντανοί.